συμφορᾷ

συμφορᾷ
συμφορά
bringing together
fem dat sg (attic doric aeolic)
συμφοράζω
bewail
fut ind mid 2nd sg (epic)
συμφοράζω
bewail
fut ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμφορά — συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc/acc dual συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… …   Dictionary of Greek

  • σύμφορα — σύμφορος accompanying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφορά — συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc/acc dual συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφορᾶι — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) συμφορᾷ , συμφοράζω bewail fut ind mid 2nd sg (epic) συμφορᾷ , συμφοράζω bewail fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφοράσαι — συμφορά̱σᾱͅ , συμφοράζω bewail fut part act fem dat sg (doric) συμφοράζω bewail aor inf act συμφοράσαῑ , συμφοράζω bewail aor opt act 3rd sg συμφορά̱σαῑ , συμφορέω bring together aor opt act 3rd sg (attic) συμφορά̱σαῑ , συμφορέω bring together …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφορᾶι — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφορᾷ — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφοράν — συμφορά̱ν , συμφορά bringing together fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφοράς — συμφορά̱ς , συμφορά bringing together fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”